- αναλγητικός
- -ή, -όαυτός που προκαλεί εξαφάνιση του άλγους, του πόνου: Στο εμπόριο κυκλοφορούν πολλά αναλγητικά φάρμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναλγητικός — ή, ό [ανάλγητος] 1. αυτός που εξαλείφει την αίσθηση τού πόνου, καταπραϋντικός, ηρεμιστικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* φαρμακευτικές ουσίες που ανακουφίζουν τον πόνο … Dictionary of Greek
ανάλγητος — η, ο (Α ἀνάλγητος, ον) (για ανθρώπους) 1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος 2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος αρχ. (για πράγματα) 1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη 2. ανηλεής, σκληρός 3.… … Dictionary of Greek